- ὑπέραισχρος
- ὑπέραισχρος, ον,A exceedingly foul or ugly, X.Cyr.2.2.28, Plu.2.632a (quoting X. l. c.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέραισχρος — ον, ΜΑ [αἰσχρός] πάρα πολύ αισχρός, ανήθικος («ὑπέραισχρον καὶ μιαρόν», Φώτ.) αρχ. πάρα πολύ άσχημος («ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ὑπέραισχρον — ὑπέραισχρος exceedingly foul masc/fem acc sg ὑπέραισχρος exceedingly foul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)